- πανδήμιος,
- παν-δήμιος, u. πάν-δημος, im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδήμιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδήμιος — και δωρ. τ. πανδάμιος, ον, Α [πάνδημος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος 2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλαϊκός 3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» η πόλη με όλους τους κατοίκους της β)… … Dictionary of Greek
πανδήμιον — πανδήμιος of masc/fem acc sg πανδήμιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδήμιοι — πανδήμιος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)